- κολαπτός
- -ή, -ό (AM κολαπτός, -ή, -όν) [κολάπτω]αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγχαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένοςαρχ.φρ. «κολαπτὸν γράμμα» — η επιγραφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολαπτόν — κολαπτός engraved masc acc sg κολαπτός engraved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαπτούς — κολαπτός engraved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek